- συοβαύβαλος
- και συβαύβαλος, ὁ, Α1. ο συφεός*. το χοιροστάσιο2. (με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συφεό, στον χώρο όπου κοιμούνται τα γουρούνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + βαυβῶ «κοιμάμαι» + επίθημα -αλος (πρβλ. πάσσ-αλος)].
Dictionary of Greek. 2013.